- καταχορεύω
- καταχορεύω (Α)1. χορεύω θριαμβευτικά πάνω από κάποιον2. μτφ. δείχνω τη χαρά μου εναντίον κάποιου χορεύοντας, χαιρεκακώ («καταχορεύων των ῥωμαϊκῶν συμφορῶν», λεξ. Σούδα).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταχορεύω — dance pres subj act 1st sg καταχορεύω dance pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχορεύῃ — καταχορεύω dance pres subj mp 2nd sg καταχορεύω dance pres ind mp 2nd sg καταχορεύω dance pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχορεύει — καταχορεύω dance pres ind mp 2nd sg καταχορεύω dance pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχορεύοντος — καταχορεύω dance pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχορεύουσα — καταχορεύω dance pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχορεύσει — καταχόρευσις song fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταχορεύσεϊ , καταχόρευσις song fem dat sg (epic) καταχόρευσις song fem dat sg (attic ionic) καταχορεύω dance aor subj act 3rd sg (epic) καταχορεύω dance fut ind mid 2nd sg καταχορεύω dance fut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχόρευσις — καταχόρευσις, ἡ (Α) [καταχορεύω] το άσμα που συνόδευε τον θριαμβευτικό χορό τού Απόλλωνος … Dictionary of Greek
συγκαταχορεύω — Α υβρίζω, εμπαίζω συγχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταχορεύω «δείχνω τη χαρά μου εναντίον κάποιου χορεύοντας, χαιρεκακώ»] … Dictionary of Greek
συγκαταχορεύουσαι — σύν , κατά χορεύω dance a round pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) σύν καταχορεύω dance pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)